-
1 газгольдер
το αεριοφυλάκιο, το αεριό-μετροРусско-греческий словарь научных и технических терминов > газгольдер
-
2 процесс
1. (ход развития чего-л.) η διεργασία, η διαδικασία, η πορείαреали-зовать - εφαρμόζω τη -, πραγματοποιώ τη -адиабатный - см. адиабатический -восстановительный - биол. о αναβο-λισμόςкислородно-конвертерный - мет. η διαδικασία βασικού οξυγόνουмарковский - мат. η αλυσίδα (διαδικασία) του Μάρκοφнеобратимый - μη αντιστρεπτή/αναστρέψιμη -, ανεπίστροφη -обратимый - αντιστρεπτή -, αναστρέψιμη -политропический - см. политропный -- производства - της παραγωγής, παραγωγική -технологический - хим. τεχνολογική -циркуляционный хим. - με ανακύκλωση2. мед. η ε(πε)ξεργασία, η προσβολή 3. (порядок разбирательства судебных дел) η (δικαστική) διαδικασία 4. (разбор дела судом) η δίκη, η υπόθεσηвозбуждать - κάνω αγωγή, υποβάλλω μήνυσηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > процесс
-
3 дирижабль
το (πηδαλιουχούμενο) αερό-στατο/αερόπλοιοРусско-греческий словарь научных и технических терминов > дирижабль
См. также в других словарях:
πυκνότητα — Φυσικό μέγεθος, που μπορεί να οριστεί ως η ποσότητα της ύλης (μάζα) που περιέχεται στη μονάδα όγκου ενός σώματος. Πιο απλά, για ομοιογενή σώματα, η π. ορίζεται με το πηλίκο της μάζας διά του όγκου του θεωρούμενου σώματος, ενώ για τα μη ομοιογενή… … Dictionary of Greek
θερμόμετρο — Κάθε όργανο κατάλληλο για τη μέτρηση της θερμοκρασίας. Τα περισσότερα θ. βασίζονται στη διαστολή των σωμάτων με την αύξηση της θερμοκρασίας. Τα σύγχρονα θ. βασίζονται όλο και περισσότερο στη μεταβολή της ηλεκτρικής αγωγιμότητας ειδικών ημιαγωγών… … Dictionary of Greek
άρια — Δέντρο αειθαλές, δικοτυλήδονο, της οικογένειας των φηγιδών. Δασικό είδος το οποίο απαντάται στην κατώτερη ζώνη όλης της Ελλάδας, μαζί με τον πρίνο και την πεύκη. Φτάνει σε ύψος μέχρι 20 μ., ιδίως όταν ζει μέσα σε πυκνά δάση, ενώ μεμονωμένο βγάζει … Dictionary of Greek
αριά — Δέντρο αειθαλές, δικοτυλήδονο, της οικογένειας των φηγιδών. Δασικό είδος το οποίο απαντάται στην κατώτερη ζώνη όλης της Ελλάδας, μαζί με τον πρίνο και την πεύκη. Φτάνει σε ύψος μέχρι 20 μ., ιδίως όταν ζει μέσα σε πυκνά δάση, ενώ μεμονωμένο βγάζει … Dictionary of Greek
νετρόνιο — Ουδέτερο ηλεκτρικά σωματίδιο, με μάζα περίπου 2.000 φορές μεγαλύτερη από τη μάζα του ηλεκτρονίου και 1,0014 φορές από τη μάζα του πρωτονίου τα ν. μαζί με τα πρωτόνια αποτελούν τα βασικά συστατικά του πυρήνα στον οποίο συγκεντρώνεται ποσοστό… … Dictionary of Greek
Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… … Dictionary of Greek
δυναμοηλεκτρική μηχανή — Ηλεκτρική μηχανή επαγωγής, η οποία χρησιμοποιείται για τη μετατροπή της μηχανικής ενέργειας σε ηλεκτρική ενέργεια ή αντίστροφα. Ονομάζεται και δυναμό. Στην πράξη, ωστόσο, o όρος δ.μ. χρησιμοποιείται ειδικά για να υποδείξει μία ηλεκτρική μηχανή, η … Dictionary of Greek